- βαλανεῖα
- βαλανεῖονbathneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαλανεῖ' — βαλανεῖα , βαλανεῖον bath neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek
Bathroom — This article is about rooms for bathing. For a room containing a toilet and possibly also a sink, see toilet (room). For a public toilet, see public toilet. A smaller U.S. residential bathroom A bathroom is a room for bathing in containing a… … Wikipedia
банѧ — БАН|Ѧ (97), Ѣ ( Ѧ) с. 1.Источник (по преимуществу теплый): врачь не ѥгда по раѥмъ и по цвѣ||томъ водить стражюща˫а, и по банѩмъ, и по стоуденица(м) (εἰς βαλανεῖα) Пч к. XIV, 109 109 об.; Ростиславъ. пошелъ бѣ к Галичю слышавъ же. приѩтье… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
BALNEA Mixta — ab Hadriano Caes. sublata. Olim namque viri feminaeque mixtim lavabant, nullô pudore nuditatis: quem turpissimum morem Graecos accepisse a Romanis, in M. Catone queritur Plutarchus. Et quidem tum prim um foeda haec consuetudo incepit, cum Agrippa … Hofmann J. Lexicon universale
ελαιοθέσιον — ἐλαιοθέσιον, το (Α) δωμάτιο στις παλαίστρες και τα βαλανεία, όπου έχριαν τα σώματα με λάδι … Dictionary of Greek
ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… … Dictionary of Greek
καμψάριος — καμψάριος, ὁ (Α) δούλος που φύλαγε τα ρούχα τών λουομένων στα βαλανεία, στα λουτρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. capsarius «ιματιοφύλακας» (< capsa «κιβώτιο»)] … Dictionary of Greek
κατάχυτλον — κατάχυτλον, τὸ (Α) [καταχέω] 1. διάτρητο φορητό δοχείο με το οποίο έχυναν νερό πάνω στους λουομένους στα δημόσια βαλανεία 2. (και ως επίθ.) κατάχυτλος, ον διάτρυτος («ἐν καταχύτλοις λεκάναισι», Φερεκρ.) … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek